Αναδημοσίευση Άρθρου του Ανδρέα Θεοφάνους*
16/03/2014


Η συζήτηση και το νομοσχέδιο για τις αποκρατικοποιήσεις αποτέλεσε ένα ακόμα λόγο για τη διαιώνιση της διαίρεσης αυτής της κοινωνίας. Η πραγματικότητα είναι ότι απαιτείτο και απαιτείται αναβάθμιση, εξυγίανση και εξορθολογισμός στους ημικρατικούς οργανισμούς. Όμως εάν ως αποτέλεσμα των αποκρατικοποιήσεων ο έλεγχος των ημικρατικών οργανισμών περιέλθει σχεδόν εξ ολοκλήρου σε ιδιωτικά χέρια είναι δυνατόν να δημιουργηθούν άλλοι κίνδυνοι. Δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο τα ιδιωτικά μονοπώλια σε κάποια στιγμή να οδηγήσουν την κυπριακή οικονομία και κοινωνία σε ανεπιθύμητες καταστάσεις. Μεταξύ άλλων, πέραν των θεμάτων ασφάλειας είναι και το ενδεχόμενο ψηλότερων τιμών.


Η ουσία είναι η εξεύρεση τρόπων δημιουργίας ευρύτερων συγκλίσεων. Μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου για αποκρατικοποιήσεις θα ήταν ουσιαστικό βήμα προς την ορθή κατεύθυνση εάν υπήρχε συναίνεση γύρω από τη θέση ότι το κράτος θα εξακολουθήσει να έχει το 51% του μετοχικού κεφαλαίου των ημικρατικών οργανισμών. Στα πλαίσια αυτά θα μπορούσαν να γίνουν ρυθμίσεις ούτως ώστε οι στρατηγικοί επενδυτές να έχουν την ευθύνη για αποτελεσματική διοίκηση. Με αυτή την προσέγγιση θα ήταν δυνατό να προσελκυθούν στρατηγικοί επενδυτές, να προχωρήσει η εξυγίανση και ο εξορθολογισμός στα πλαίσια μιας δημιουργικής σχέσης κράτους, επενδυτών, εργαζομένων και πολιτών. Είναι επίσης δυνατό να υπάρχουν ρυθμίσεις δια των οποίων ένα μέρος του μετοχικού κεφαλαίου να περιέλθει στους εργαζόμενους ή ακόμα και στους πολίτες γενικότερα.

Μπορεί όμως να προβληθεί η θέση ότι εάν το κράτος διατηρήσει το 51% του μετοχικού κεφαλαίου ενός ημικρατικού οργανισμού δεν θα υπάρχουν επαρκή κίνητρα για στρατηγικούς επενδυτές να εμπλακούν. Όμως, στα πλαίσια ενός συμβολαίου που περιλαμβάνει κράτος, στρατηγικούς επενδυτές, εργαζόμενους και τους πολίτες-καταναλωτές, εάν δοθεί η ευθύνη της αποτελεσματικής διεύθυνσης και διοίκησης στον στρατηγικό επενδυτή αυτό διαφοροποιεί τα δεδομένα. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες ο ρόλος του κράτους θα είναι στοχευμένος και εν πολλοίς θα επικεντρώνεται στον ποιοτικό έλεγχο. Αναφορικά με τη στρατηγική του οργανισμού είναι προφανές ότι θα εμπλέκονται όλοι οι ενδιαφερόμενοι φορείς. Έτσι ενώ ο ρόλος του κράτους θα είναι σημαντικός δεν θα είναι καθοριστικός.


Στα πλαίσια αυτών των δεδομένων είναι δυνατό να αναβαθμισθεί η ποιότητα, να μειωθούν οι τιμές και ταυτόχρονα ο στρατηγικός επενδυτής να ανταμείβεται ικανοποιητικά. Φυσικά γι’ αυτό πέραν των τεχνοοικονομικών διεργασιών απαιτείται πολιτική βούληση και γενναιότητα.


Σε σχέση με το υπεράριθμο προσωπικό που βρίσκεται στους εν λόγω οργανισμούς σημειώνεται ότι οι οποιεσδήποτε αναδιαρθρώσεις θα πρέπει να γίνουν σταδιακά και σε εθελοντική βάση. Η ουσία είναι να πορευθούμε σταδιακά και σταθερά σε μια κατάσταση πραγμάτων ψηλότερης αποδοτικότητας χωρίς αχρείαστο κοινωνικό κόστος.


Στην πολιτική δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Και για να αντιμετωπισθεί η κρίση είναι σημαντικό να υπάρξουν ευρύτερες συναινέσεις και συγκλίσεις. Το όλο ζήτημα δεν μπορεί να αξιολογηθεί αποσπασματικά. Το Μνημόνιο ως έχει οδηγεί σε ένα υπόδειγμα το οποίο δημιουργεί περισσότερα προβλήματα απ’ όσα επιλύει. Ενώ για ένα μέρος του κυβερνητικού συνασπισμού το Μνημόνιο θεωρείται ως Μανιφέστο πολιτικής, για την πλειοψηφία του λαού αποτελεί ένα επαχθές πλαίσιο το οποίο έχει επιβληθεί άδικα και αχρείαστα. Και τούτο παρά το γεγονός ότι είναι ευρέως αποδεκτό ότι η Κύπρος χρειάζεται εξυγίανση καθώς και ένα νέο υπόδειγμα. Ως εκ τούτου ο τρόπος χειρισμού της αποκρατικοποίησης των ημικρατικών οργανισμών θα έχει τη δική του ξεχωριστή και καθοριστική σημασία.


*Ο Ανδρέας Θεοφάνους είναι Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και Πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.