Τέλος εποχής για την χοληστερίνη;
Υπάρχει στην Αμερική (ΗΠΑ) μια επιτροπή που ονομάζεται Dietary Guidelines Advisory Committee (DGAC). Η δουλειά αυτής της επιτροπής είναι να ανακοινώνει κατά καιρούς διατροφικές κατευθυντήριες οδηγίες για τους Αμερικανούς. Οι συστάσεις αυτής της ομάδας δεν είναι βέβαια δεσμευτικές για κανέναν, αλλά έχουν ενδιαφέρον, αφού φανερώνουν τις γενικότερες τάσεις που ισχύουν στις ΗΠΑ στον τομέα της διατροφολογίας ή και της ιατρικής ακόμα. Σε σημαντικό βαθμό οι ανακοινώσεις της επιτροπής επηρεάζουν σε παγκόσμιο επίπεδο τους διατροφολόγους, τους γιατρούς αλλά και τις επιχειρήσεις που ασχολούνται με την εμπορία και τη διακίνηση τροφίμων. Σκεφτείτε λίγο όλα όσα ακούσατε τα τελευταία 20 χρόνια για τη χοληστερίνη. Πόσο «κακή» είναι για τις αρτηρίες μας, ποιες τροφές πρέπει να αποφεύγουμε κλπ. Ολόκληρη βιομηχανία αναπτύχτηκε προκειμένου να καλύψει τις «ανάγκες» μας για αποφυγή των λιπαρών. Χιλιάδες άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά γράφτηκαν για να μας ενημερώσουν για την χοληστερίνη και τις συνέπειες της στην υγεία μας και στην υγεία των αρτηριών μας. Υποστήκαμε αφάνταστη διαφημιστική πλύση εγκεφάλου για θαυματουργά γάλατα και μαργαρίνες που «κατέβασαν τη χοληστερίνη της γιαγιάς μου κατά δέκα τοις εκατό». Όλα αυτά τα χρόνια οι γιατροί προσαρμόστηκαν στην πολιτική των φαρμακοβιομηχανιών και έγραφαν εκατομμύρια συνταγές σε όλον τον κόσμο για φάρμακα που μειώνουν την χοληστερίνη. Και ξαφνικά κάτι αρχίζει να αλλάζει!
Οι διατροφικές συστάσεις της DGAC για το 2015 αλλάζουν πλήρως τα δεδομένα. Ιδού τι έγραφαν στην αναφορά τους για το 2015:
“Χοληστερόλη: Παλαιότερα, οι Διαιτητικές Οδηγίες συνιστούσαν τον περιορισμό πρόσληψης χοληστερόλης σε λιγότερο από 300 mg/ημέρα. Το 2015 η επιτροπή διατροφικών συστάσεων (DGAC) δεν θα συνεχίσει την εν λόγω σύσταση επειδή τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι δεν υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα στην κατανάλωση χοληστερόλης μέσα από τη διατροφή και των επιπέδων της χοληστερόλης στο αίμα. Σε συμφωνία και με τα συμπεράσματα της αναφοράς της Αμερικάνικης Καρδιολογικής Εταιρείας (AHA / ACC report) η χοληστερόλη είναι μια θρεπτική ουσία της οποία η αυξημένη κατανάλωση δεν συνιστά πρόβλημα”.
Συμβουλευτική Επιτροπή Διατροφικών Συστάσεων (DGAC). Αναφορά 2015, κεφάλαιο 1, σελ. 17.
Σε απλά ελληνικά αυτό που μας λέει η επιτροπή είναι ότι η κατανάλωση χοληστερίνης δεν είναι πρόβλημα για την υγεία και δεν επηρεάζει τα επίπεδα χοληστερίνης στο αίμα.
Πρόκειται για μια επαναστατική στροφή σε σχέση με τις συστάσεις των προηγούμενων 50 χρόνων που επηρέασαν και άλλαξαν πλήρως τις διατροφικές μας συνήθειες.
Με αυτή την αναφορά και σε συνδυασμό με τις νέες κατευθυντήριες οδηγίες της Αμερικάνικης Καρδιολογικής Εταιρείας που αποσυνδέει πλέον τη χρήση φαρμακευτικής αγωγής από τα επίπεδα της χοληστερίνης στο αίμα, έπεσε και το τελευταίο κάστρο για τους υπερασπιστές του «μπαμπούλα» της χοληστερίνης.
Η χοληστερίνη είναι προφανώς ένα απαραίτητο και ωφέλιμο μόριο.
Με τη μεσολάβηση τόσων χρόνων και τόσης πλύσης εγκεφάλου, όση υποστήκαμε όλοι, επιστήμονες και μη, τα τελευταία 20 χρόνια, έχουμε φτάσει στο σημείο να θεωρούμε τη χοληστερίνη ως συνώνυμο της καταστροφής των στεφανιαίων μας αρτηριών. Κατάφεραν επίσης να μας δημιουργήσουν την ψευδαίσθηση ότι αυτή η κακή χοληστερίνη που υπάρχει στο σώμα μας προέρχεται απ’ έξω, από τη διατροφή μας. Πράγμα που δεν ισχύει καθόλου. Η χοληστερίνη παράγεται κατά 85% από τον ίδιο μας τον οργανισμό και είναι ένα βασικό συστατικό για την ύπαρξη της ίδιας της ζωής. Δεν μπορούμε να επιβιώσουμε χωρίς το μόριο της χοληστερίνης. Μόνο το 15% περίπου της ολικής μας χοληστερίνης λαμβάνουμε από τη διατροφή μας και, ουσιαστικά, αυτή η εξωτερική πρόσληψη δεν επηρεάζει τα επίπεδα της χοληστερίνης στο αίμα.
Λόγω της συμμετοχής της χοληστερίνης σε πολυάριθμες λειτουργίες του οργανισμού, τα επίπεδα της στο αίμα ανεβαίνουν, όχι γιατί προσλαμβάνουμε παραπάνω από την τροφή αλλά γιατί είναι απαραίτητη στην επιδιόρθωση βλαβών σε ιστούς και κύτταρα. Το σώμα μας αυξάνει την ενδογενή παραγωγή χοληστερίνης για να βοηθήσει τους μηχανισμούς επιδιόρθωσης.
Ο καθένας από εμάς έχει διαφορετικά, γενετικά καθορισμένα, επίπεδα χοληστερίνης. Δεν υπάρχουν επιστημονικά στοιχεία που να μας επιτρέπουν να καθορίσουμε “φυσιολογικά” επίπεδα. Φυσιολογικές τιμές χοληστερίνης μπορούν να κυμαίνονται μεταξύ 150-320 mg/dl.
Αν όμως ένα άτομο έχει τιμές που συνήθως κυμαίνονται για παράδειγμα κοντά στα 220 ml/dl και αυτές ανέβουν κάποια στιγμή σε υψηλότερα επίπεδα, τότε αυτό σημαίνει ότι κάπου το σώμα χρειάζεται περισσότερη χοληστερίνη ώστε να διορθώσει μια βλάβη. Η χοληστερίνη δεν είναι το πρόβλημα αλλά μέρος της διαδικασίας επίλυσης. Η ιδανική λύση θα ήταν να εντοπίσουμε το σημείο της βλάβης και να επέμβουμε βοηθώντας τον οργανισμό να ολοκληρώσει την διαδικασία.
Σύμφωνα με τις επαναστατικές ανακαλύψεις του γερμανού γιατρού Dr Matthias Rath και των συνεργατών του στο Dr Rath Research Institute στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ, ο κύριος λόγος, εξ αιτίας του οποίου ανεβαίνουν οι τιμές της χοληστερίνης στο αίμα, είναι η φθορά που δημιουργείται στο ενδοθήλιο των στεφανιαίων αρτηριών της καρδιάς μας. Αυτή η φθορά, που συνίσταται σε χιλιάδες μικροσκοπικές ρωγμές στο ενδοθήλιο των αρτηριών, εμφανίζεται όταν ο οργανισμός μας ζει κάτω από συνθήκες έλλειψης βιταμίνης C. Επειδή, σε αντίθεση με τα ζώα, ο ανθρώπινος οργανισμός δεν παράγει από μόνος του ούτε ένα χιλιοστό του γραμμαρίου βιταμίνης C, πρέπει να την λαμβάνει μέσα από τη διατροφή του ή ως συμπλήρωμα διατροφής. Οι άνθρωποι που δεν παίρνουν σκευάσματα βιταμίνης C και διάγουν έναν τρόπο ζωής όπου η καθημερινή τους διατροφή δεν περιλαμβάνει σχεδόν καθόλου χορταρικά και φρούτα, επιβιώνουν κάτω από συνθήκες έλλειψης βιταμίνης C. Αυτό οδηγεί σε ένα πρώιμο σκορβούτο, σε εκφύλιση δηλαδή του συνδετικού ιστού (κολλαγόνο) που υπάρχει στα τοιχώματα των στεφανιαίων αρτηριών. Αυτήν την εκφύλιση ο οργανισμός την εισπράττει ως μια βλάβη που πρέπει να την επιδιορθώσει.
Η έναρξη της διαδικασίας επιδιόρθωσης σηματοδοτείται από την αύξηση της παραγωγής χοληστερίνης από το συκώτι. Σύμφωνα με τις επιστημονικά τεκμηριωμένες ανακαλύψεις του Dr Matthias Rath, το βασικό μόριο το οποίο εναποτίθεται στο ενδοθήλιο των στεφανιαίων για να επιδιορθώσει τη ζημιά και να κλείσει τις χιλιάδες μικροσκοπικές ρωγμές που δημιουργούνται από την έλλειψη βιταμίνης C και τη συνακόλουθη φθορά του κολλαγόνου, είναι η α-λιποπρωτεΐνη [Lp(a)]. Πρόκειται για μια λιποπρωτεΐνη με ισχυρότατες ικανότητες προσκόλλησης, η οποία αποτελείται από ένα μόριο της χοληστερίνης LDL το οποίο ενώνεται με ένα μόριο αποπρωτεΐνης. Αν η εναπόθεση της Lp(a) συνεχιστεί για χρόνια προκαλείται αθηρωμάτωση, αποφράσσονται οι αρτηρίες και κινδυνεύουμε να πάθουμε έμφραγμα.
Είναι προφανές ότι η λήψη χημικών φαρμάκων τα οποία απλώς μειώνουν την παραγωγή χοληστερίνης στο συκώτι, δεν εμποδίζει τη δράση της Lp(a) και σίγουρα δεν έχει καμιά θετική επίδραση στο πραγματικό σημείο του προβλήματος, που είναι η φθορά στο ενδοθήλιο των στεφανιαίων αρτηριών. Αυτήν την φθορά στο ενδοθήλιο μπορούμε να τη διορθώσουμε τροφοδοτώντας τον οργανισμό με συνέργεια μικροθρεπτικών ουσιών, η οποία έχει εντοπιστεί ήδη και περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τη βιταμίνη C, τη λυσίνη την προλίνη, το χαλκό κλπ. Όλα τα μικροθρεπτικά που απαιτούνται είναι φυσικές ουσίες και δεν καλύπτονται από πατέντες. Όταν το ενδοθήλιο των στεφανιαίων ισχυροποιείται ξανά και κλείνουν οι ρωγμές, τότε οι αθηρωματικές πλάκες διαλύονται, αφού δεν έχουν λόγο ύπαρξης και τα επίπεδα χοληστερίνης και Lp(a) επανέρχονται στα φυσιολογικά.
Οι φαρμακευτικές εταιρείες κατάφεραν για ολόκληρες δεκαετίες να αποπροσανατολίσουν τους πολίτες και τους επιστήμονες, επειδή κερδίζουν 30 δισεκατομμύρια το χρόνο από την πώληση των στατινών. Οι ανακοινώσεις της Αμερικανικής καρδιολογικής Εταιρείας και της επιτροπής DGAC θέτουν τις βάσεις για μια νέα πορεία της ανθρωπότητας στο θέμα των καρδιοπαθειών, παρόλο που δεν προσεγγίζουν ακόμα τις επαναστατικές ανακαλύψεις του Dr Rath Research Institute. Αν οι ανακαλύψεις του Dr Rath κατανοηθούν από τον ιατρικό κόσμο και εφαρμοστούν στην πράξη, μπορούμε με σιγουριά να μιλήσουμε για το τέλος της καρδιοπάθειας.