Εκτύπωση
Κατηγορία: Γνώση
Εμφανίσεις: 630

 

Αναδημοσίευση άρθρου του Ανδρέα Θεοφάνους – 13/06/2014


Ο καθηγητής πολιτικής οικονομίας και πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, Ανδρέας Θεοφάνους, αγωνίζεται να δώσει μια διαφορετική οπτική γωνία στα προβλήματα της οικονομίας.

Η τυφλή υπακοή στις προσταγές της τρόικας, μάς οδηγεί στην οικονομική συρρίκνωση. Από πλευράς της η κυβέρνηση, παρ' όλο που διαθέτει τεράστια αυτιά, δεν φαίνεται να ακούει τίποτε και μας οδηγεί στην καταστροφή.

Αναδημοσιεύουμε λοιπόν το άρθρο, με στόχο την όσο το δυνατό πιο ολοκληρωμένη ενημέρωση σε θέματα βιώσιμων οικονομικών μέτρων που χρειάζεται να παρθούν για την ευημερία του τόπου μας:


Με αφορμή τις πρόσφατες δηλώσεις του Υπουργού Οικονομικών ότι η Κύπρος θα εξέλθει από την κρίση με την ιδιωτική πρωτοβουλία, την επιχειρηματικότητα και την καινοτομία, την εμμονή του με την επιστροφή στις αγορές, αλλά και τη σύσταση Συμβουλίου Δημοσιονομικής Πολιτικής προκύπτει η ανάγκη να επαναξιολογηθεί η ακολουθούμενη οικονομική πολιτική. Ένα από τα βασικά ζητήματα είναι η λειτουργία του Δημοσιονομικού Συμβουλίου καθώς εάν οι εισηγήσεις του θα πηγάζουν από τη φιλοσοφία της Τρόικα θα οδηγούν στην οικονομική συρρίκνωση. Εν ολίγοις απαιτείται ολοκληρωμένη θεωρητική και πρακτική αντίληψη ζητημάτων δημοσιονομικής πολιτικής και όχι απλώς η εφαρμογή κανονισμών. Επειδή παρατηρείται μια ευρύτερη κατάσταση σύγχυσης και αποπροσανατολισμού είναι σημαντικό να υπάρξει ένας ουσιαστικός διάλογος μεταξύ της κυβέρνησης και της άλλης άποψης. Θα ήταν επίσης χρήσιμο η ίδια η κυβέρνηση να επαναξιολογήσει την πολιτική της.

Σε σχέση με τη θέση για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς θα ήταν καλύτερο, αφ’ ενός, να τους αξιολογούμε στα πλαίσια μιας περιόδου πέραν του ενός έτους και, αφ’ ετέρου, να λαμβάνουμε υπ’ όψιν όλα τα συναφή δεδομένα. Η ουσία του ζητήματος είναι κατά πόσον η προοπτική των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών εξυπηρετεί καλύτερα την οικονομική σταθερότητα με την ευρύτερη έννοια του όρου. Η όλη φιλοσοφία βασίζεται στη θέση ότι μία νομοθετική ρύθμιση για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς αποτρέπει την εκάστοτε κυβέρνηση να δρα με αλόγιστο τρόπο. Από την άλλη όμως υπάρχουν εκείνες οι περιστάσεις όπου οι αντικειμενικές συνθήκες επιβάλλουν μία διακριτική επεκτατική δημοσιονομική πολιτική για κάποιο χρονικό διάστημα ούτως ώστε να αντιμετωπισθούν χειρότερα προβλήματα, όπως μια παρατεταμένη ύφεση.

Η συζήτηση αυτή οδηγεί στη διάκριση μεταξύ των ελλειμμάτων που είναι εν πολλοίς αποτέλεσμα των οικονομικών συνθηκών (π.χ. όπως η κυκλική διακύμανση) και αυτών που προκύπτουν ακόμη και σε περίοδο που οι οικονομικές συνθήκες είναι θετικές (διαρθρωτικό έλλειμμα). Ο συναφής κανονισμός της ΕΕ προνοεί για διαρθρωτικό δημοσιονομικό έλλειμμα που δεν θα υπερβαίνει το 0,5% του ΑΕΠ. Το παράγωγο συμπέρασμα είναι ότι σε περίπτωση ύφεσης ή ακόμα και κρίσης επιτρέπεται να κατατίθενται ως επιλογή προϋπολογισμοί με μεγαλύτερα ελλείμματα. Έτσι όταν μία οικονομία έχει ψηλή ανεργία αναπόφευκτα θα υπάρχει δημοσιονομικό έλλειμμα μεγαλύτερο του 0,5% του ΑΕΠ. Και αν προσπαθήσουμε να ισοσκελίσουμε τους προϋπολογισμούς άμεσα τότε θα εμβαθύνουμε την κρίση. Είναι λοιπόν προφανές ότι υπάρχουν οι περιπτώσεις εκείνες όπου μια επεκτατική δημοσιονομική πολιτική καθίσταται επιβεβλημένη.

Επιπρόσθετα αντί να κοιτάζουμε ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς ετησίως είναι προτιμότερο να τους αξιολογούμε στα πλαίσια μιας μεγαλύτερης χρονικής περιόδου. Άλλωστε αυτή ήταν η προσέγγιση γνωστή ως η Σουηδική φιλοσοφία προϋπολογισμού κατά τη δεκαετία του 1950. Στα πλαίσια αυτά είναι δυνατό, για παράδειγμα, να στοχεύσουμε σε ένα ισοσκελισμένο προϋπολογισμό στη βάση του μέσου όρου μιας περιόδου (π.χ. μιας πενταετίας).

Εν κατακλείδι ενώ η φιλοσοφία του εξορθολογισμού δαπανών και εσόδων θα πρέπει να εμπεδωθεί, δεν πρέπει να αξιολογείται μόνο στα πλαίσια μιας λογιστικής ή και νομικιστικής προσέγγισης. Οι προεκτάσεις είναι τεράστιες και αγγίζουν την ευρύτερη φιλοσοφία της λειτουργίας του κράτους και της οικονομίας γενικότερα. Γι’ αυτό απαιτείται επαρκής κατανόηση των δεδομένων και αλλαγή νοοτροπίας.

Τα δεδομένα είναι σήμερα πολύ δύσκολα και ως κοινωνία θα πρέπει να προβληματισθούμε με νέες προσεγγίσεις για έξοδο από την κρίση. Είναι εκπληκτικό ότι ενώ η οικονομία εξακολουθεί να είναι σε βαθειά ύφεση η κυβέρνηση παραμένει πιστή στην κατά γράμμα τήρηση του Μνημονίου και εναποθέτει τις ελπίδες της στην ιδιωτική πρωτοβουλία η οποία κατ’ ουσίαν έχει πληγεί σε πολύ μεγάλο βαθμό. Δυστυχώς η κυβέρνηση εξακολουθεί να παραμένει ενδολόχος της φιλοσοφίας της Τρόικα ενώ η συγκεκριμένη φιλοσοφία και πρακτική αποδοκιμάζεται σε ολόκληρη την Ευρώπη. Υπογραμμίζεται ότι δεν υπάρχει ιστορικό προηγούμενο χώρας που να έχει εξέλθει από μια τέτοια βαθειά ύφεση χωρίς ευρύτερη κρατική παρέμβαση.

To αποτέλεσμα της πολιτικής της σκληρής λιτότητας - πολιτική που έχει επιβάλει η ηγεμονική Γερμανία – είναι στην ΕΕ σήμερα να υπάρχουν 123 εκατομμύρια φτωχοί και 33 εκατομμύρια άνεργοι. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έστω και την ύστατη αντιλαμβανόμενη τον όλεθρο που οδηγεί η πολιτική της σκληρής λιτότητας μείωσε το καταθετικό επιτόκιο στο -0.10%. Η κίνηση αυτή δεν αρκεί. Για να ανακάμψουν οι ευρωπαϊκές οικονομίες και ιδιαίτερα οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου απαιτείται επεκτατική νομισματική πολιτική με τη νομισματοποίηση μέρους του χρέους, στοχευμένες δημόσιες δαπάνες και μείωση της φορολογίας.

Καταληκτικά υπογραμμίζω στη σημερινή συγκυρία για την Κύπρο τη στρατηγική σημασία μιας στοχευμένης επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής. Στα πλαίσια αυτά μια φορολογική μεταρρύθμιση με μείωση των φορολογικών συντελεστών σε σχέση με τον Φόρο Εισοδήματος, τον ΦΠΑ, τον Φόρο σε Εισοδήματα από Καταθέσεις, τον Φόρο Ιδιοκτησίας και Εισφορών στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων συνοδευόμενη με ψηλές ποινές μη συμμόρφωσης θα έχει ευεργετικά αποτελέσματα. Επιπρόσθετα είναι σημαντικό να υπάρξουν στοχευμένες δημόσιες δαπάνες και να ενθαρρυνθούν νέοι μοχλοί οικονομικής μεγέθυνσης. Αναπόφευκτα απαιτούνται αλλαγές και νέες προσεγγίσεις. Μια τέτοια προσέγγιση σε συνδυασμό με μια επεκτατική νομισματική πολιτική σε ευρύτερο ευρωπαϊκό επίπεδο θα οδηγήσει στον τερματισμό της κατηφορικής πορείας της οικονομίας και στην πολυπόθητη ανάκαμψη.